- σπαργνούμαι
- -όομαι, Α(επικ. τ.) βλ. σπαργανώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαργανώνω — σπαργανῶ, όω, ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. σπαργνοῡμαι, όομαι, Α [σπάργανον] (σχετικά με βρέφος) περιτυλίγω με σπάργανα, φασκιώνω (α. «να σπαργανώσεις το παιδί» β. «βρέφος ἐσπαργανωμένον», ΚΔ) … Dictionary of Greek